- μύζουσιν
- μύζωmake the soundpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)μύζωmake the soundpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… … Dictionary of Greek